τρίφτης

τρίφτης
râpe

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Regardez d'autres dictionnaires:

  • τρίφτης — ο 1. εργαλείο για τρίψιμο, λίμα, ράσπα. 2. μαγειρικό σκεύος με τρύπες και αιχμηρά χείλη σ αυτές για τρίψιμο τυριού, ντομάτας, φρούτων κτλ.: Πέρασε το κυδώνι στον τρίφτη και έκανε γλυκό. 3. υπάλληλος που τρίβει τα σώματα σε δημόσια λουτρά: Ο… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τρίφτης — ο / τρίπτης, ΝΜΑ [τρίβω] υπάλληλος δημόσιων λουτρών που τρίβει τα σώματα τών πελατών νεοελλ. εργαλείο που χρησιμοποιείται για να τρίβουν τυρί, λαχανικά ή φρούτα …   Dictionary of Greek

  • Tsakonian language — language name=Tsakonian nativename=Τσακωνικά Tsakōniká familycolor=Indo European states=Greece region=Eastern Peloponnese around Mount Parnon speakers=300 2,000 fluent fam2=Greek fam3=Doric iso2=ine|iso3=tsdTsakonian, Tzakonian or Tsakonic (Greek …   Wikipedia

  • κατάνη — (Catania). Πόλη (306.464 κάτ. το 2001) της Ιταλίας, στην ανατολική ακτή της Σικελίας, στους πρόποδες του ηφαιστείου της Αίτνας. Αφού καταστράφηκε πολλές φορές από σεισμούς και από λάβα της Αίτνας, ανοικοδομήθηκε στη σημερινή της θέση έπειτα από… …   Dictionary of Greek

  • κνήστις — κνῆστις, εως και ιος, ἡ (Α) [κνω] 1. τρίφτης για ξύσιμο τυριού 2. κνησμός, φαγούρα 3. (κατά τον Ησύχ.) ράχη 4. φρ. «τυροῡ κνῆστις» τα ξέσματα τού τυριού …   Dictionary of Greek

  • κνηστρίον — κνηστρίον, τὸ (Α) ξέστης, τρίφτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κνῆστρον + υποκορ. κατάλ. ίον] …   Dictionary of Greek

  • κύβηλις — κύβηλις, εως, ἡ (Α) 1. είδος πελέκεως 2. τρίφτης τυριού. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] …   Dictionary of Greek

  • πιπεροτρίφτης — ο, ΝΜ σκεύος με το οποίο τρίβεται το πιπέρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πιπέρι(ν) + τρίφτης (< τρίβω)] …   Dictionary of Greek

  • ρεντές — ο, Ν 1. μικρός τρίφτης που χρησιμεύει στο τρίψιμο φρούτων, λαχανικών, τυριών κ.λπ. 2. συνεκδ. τα στίγματα που αφήνει η ευλογιά στο πρόσωπο τού αρρώστου. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για λ. τουρκικής προέλευσης] …   Dictionary of Greek

  • σωρακίδα — η / σωρακίς, ίδος, ΝΑ γάντι από χοντρό ύφασμα, τρίφτης για να τρίβουν το τρίχωμα τού αλόγου μετά από το ξύστρισμα αρχ. σώρακος*, καλάθι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σώρακος «καλάθι, κιβώτιο» + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. πινακ ίς)] …   Dictionary of Greek

  • τρίπτης — ὁ, ΜΑ βλ. τρίφτης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”